- μηρόκλαστος
- μηρόκλαστος, -ον (Μ)αυτός που έχει σπάσει τον μηρό του.[ΕΤΥΜΟΛ. < μηρός + κλαστός (< κλάω, «σπάω»), πρβλ. μυλό-κλαστος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μηρός — (Ανατ.). Τμήμα του κάτω άκρου, που περιλαμβάνεται μεταξύ λεκάνης και γόνατος. Έχει σχήμα ατελούς κώνου με τη βάση προς τα πάνω και λοξή φορά από πάνω προς τα κάτω. Ο σκελετός του περιβάλλεται ολόκληρος από ισχυρές μυϊκές δέσμες, που εκτελούν τις… … Dictionary of Greek